οφθαλμαλγία
Смотреть что такое "οφθαλμαλγία" в других словарях:
οφθαλμαλγία — η πόνος ή νευραλγία τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmalgie (< οφθαλμός + άλγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] … Dictionary of Greek
οφθαλμωδυνία — η οφθαλμαλγία, πονόματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmodynie (< οφθαλμός + ωδυνία < ώδυνος < οδύνη)] … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek